Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Πώς σου ΄γνεφα από πάντα...



Με βρήκες να χορεύω σε φύλλα φθινοπώρου
κι ανοιξιάτικους αγέρες, ανέμελη με μάτια φωτιά,
δόντια έτοιμα να καταβροχθίσουν τις μέρες,
ανήμπορη να φύγω από τον κόσμο
χωρίς να αφήσω μια σταγόνα μελάνι
ή σ' ένα δέντρο μια αγκαλιά.

Έτοιμος από πάντα να με μάθεις, να πιεις
να ανασάνεις τον αέρα,  να ψηλώσω
μες στο σώμα σου, σοφός από καιρό και με φόβο
να αρνηθείς το πρώτο κλάμα σου.

Κι όποιος σε δει, κι όπου με δουν
ποιος να καταλάβει το χώμα, τα σίδερα,
τους φόβους, τις αγκαλιές και το δάκρυ
ποιος την αγάπη και ποιος τ’ όνειρο.
Ποιος ξέρει αγάπη μου το γκρι μας και το χρώμα
και τους διαδρόμους που άνοιγαν σε πόρτες κλειστές
και τα παράθυρα αμπαρωμένα, να κοιτάζουν το κύμα

Και το παρελθόν να ουρλιάζει και το παρόν
να απομακρύνεται κι η ζωή να τρέχει
το αύριο να σκοντάφτει και πάλι σιωπή
και κρυφτό και πάλι απ’ την αρχή
μηδέν κι υπό του μηδενός να σε συναντώ
σε μνήματα αγίων ζωή μου, ξέροντας από καιρό
πως δεν γίνεται χωρίς εσύ και δεν γίνεται χωρίς εγώ.

Γιατί είν’ το δέρμα διάφανο κι η ψυχή αστράφτει χρυσάφι
γιατί δέσαμε παρόν με το άπειρο κι όλα δικά μας
κι όλα δανεικά, έξω από ‘μας κι εμείς παντού.
Μην φοβηθείς, μόνο τα μάτια κλείσε κι άνοιξέ τα πάλι
κοίτα πώς σου ‘γνεφα από πάντα «καλώς όρισες».

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Ποιος σου 'μεινε να φοβηθείς;



Ποιος σου ‘μεινε να φοβηθείς;
Έναν έναν τους φοβήθηκες όλους
προστάτες, ικέτες, σωτήρες και πατέρες
φοβήθηκες τους δυνατούς και τους ισχνούς

Έκρυψες τα χρόνια σου, έκαψες τις μέρες σου
σφάλισες τα μάτια και το στόμα
κραυγή δεν βγήκε απ’ τα χείλη σου καμιά
κι όλο κοιτούσες και δεν είδες που πέθαινα

Πέθανα τότε, με πνίξανε
με κάψανε, με σφάξανε, μου γκρέμισαν το σπίτι
παρέλυσε ο καναπές σου, κι έπινες στην υγειά σου.

Δεν με είδες στα μέρη τα άλλα,
δεν με είδες πίσω από το τείχος που γύρευα το παιδί μου
κι όταν το μωρό μου πνιγόταν στο αλάτι, 
έπινες νερό κι έλεγες «στην υγειά μου». 

Κι όταν κοιμόμουν στον δρόμο
με περιφρόνησες και με έφτυσες.
Κι όταν τραβούσαν σύρματα, φώναζες «ζήτω»
κι όταν κάψανε την πορτοκαλιά μες στην αυλή σου
σφράγισες την πόρτα σου να μην σε πάρει η φωτιά.
Κι είπες και πάλι «ευτυχώς, στην υγειά μου».

Κι όσοι αγγέλοι πέθαναν σε πλατείες και νερά
όσα κορμιά σκορπίστηκαν σε βουνά και σε κύματα
όσες ψυχές τις μάζεψαν οι σφαίρες κι οι χαλκάδες
κλαίνε μαζί σου απόψε. Κλαίν’ για το φως που έσβησε.

Κλαίνε μαζί σου για τον τρόμο, κλαίνε μαζί σου για το αίμα
κλαίνε μαζί σου για τα σκόρπια χέρια και τα πόδια
κλαίνε μαζί σου για το άδικο το μαύρο αίμα.
Κλαίνε μαζί σου από παλιά, γιατί εσύ κοιμόσουν.
Κλαίνε περήφανα. Γιατί αυτοί είναι εσύ. Κι εσύ είσαι αυτοί.

Τους άλλους να φοβάσαι, που δεν έκλαψαν ποτέ.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Πετρόθυρα




Έσκαψα με τα νύχια μου την πέτρα
κι έσυρα κι άνοιξα την πύλη
έβγαλα με τα χέρια μου  καρφιά
και τους πασσάλους από τον βράχο
κι έπλυνα δυο σώματα, δύο πουλιά
πού ‘χαν σπασμένα και καμένα τα φτερά

Και πού να σε φιλήσω γιε μου
πού να σε ακουμπήσω αμάραντο
που έχασα το όνομα σου πριν το πεις
κι έχασα τα μάτια σου πριν τα ανοίξεις

Και που να αφήσω τα μαλλιά σου
κόρη μου αγαπημένη, λυπημένη κι αγνή
που’ δες το λευκό από την γέννα σου
και το άσπρο στο φευγιό σου

Κι όσοι περπάτησαν μέσα στα βάθη
μέσα στο χώμα όσοι περπάτησαν
κι έβλεπαν τα κορμιά σας μα δεν τα’ βλεπαν
κι άκουγαν τις φωνές σας μα δεν άκουγαν
τι να τους πω και πώς να τους μιλήσω

Που ‘ρθε το κύμα και σας πήρε και σας κοίμισε
και για νανούρισμα είχατε αφρό
για στρώμα πράσινο αλάτι κι άμμο
και μου’ μεινε από σας ένα μαντήλι κόκκινο

κι ένα μπαστούνι απ’ την θάλασσα
να μου υπόσχεται τον δρόμο δύσβατο
και το βουνό πελώριο να μου υπόσχεται
ξοπίσω μια αμείλικτη, σοφή ανατολή.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Ένα αόρατο, καλογυαλισμένο τέλος

Μου είπαν να μη μιλήσω. Και σώπασα.
Μου είπαν πως δεν γράφω καλά. Και τους άκουσα.
Μου είπαν πως γράφω καλά. Και έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας.
Μου είπαν είσαι όμορφη. Μου είπαν είσαι καλή. Μου είπαν είσαι η χειρότερη.
Μου είπαν πως δεν μπορώ. Μου είπαν πως δεν αξίζω. Μου είπαν πως δεν ξέρω. Πως δεν θα τα καταφέρω.
Μου είπαν πως είμαι λίγη. Εγωίστρια. Φτηνή. Δυστυχισμένη.
Μου είπαν να μην δώσω. Να κοιτάξω εμένα. Να μη με νοιάζουν οι άλλοι.
Μου είπαν πως βαδίζω στον λάθος -γι'αυτούς- δρόμο. Και με τραβούσαν στον "σωστό".
Με τάισαν φόβο. Αμφισβήτηση.
Με πότισαν θλίψη κι ενοχές.
Με κοίμησαν σε κρεβάτια κοινοκτημοσύνης.
Τους άφησα.
Όλα τα έκαναν γιατί τους άφησα.
Τους πίστεψα, γιατί τους άφησα.
Ντράπηκα, γιατί τους άφησα.
Δέχτηκα να φάω. Δέχτηκα να κοιμηθώ. Δέχτηκα να πιω.
Μόνη μου. Μοναχή μου. Εγώ.
Και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κι άκουσα κι άλλη μια φωνή. Μέχρι που άρχισε να αντηχεί παντού. Να σπαράζει και να βγαίνει από το δικό μου μυαλό, απ' τα δικά μου χείλη, από μένα.
Μπορώ.
Μ' αγαπάω.
Σ' αγαπάω.
Αγαπάω
Προσπαθώ ώσπου να πετύχω. Αν αποτύχω δεν πειράζει.
Εμπιστεύομαι την ζωή.
Δεν πιστεύω στον φόβο. Πιστεύω στο όνειρο.
Είμαι επαρκής.
Είμαι ευτυχισμένη κάθε μέρα.
Βελτιώνομαι.
Προσφέρω.
Αξίζω.
Τα καταφέρνω.
Και πάνω απ' όλα... Δεν πειράζει για όσα είπαν, για όσα από αυτά με ανέθρεψαν τόσα χρόνια, για όσα με δική μου ευθύνη τα έκανα κτήμα μου.
Γιατί τώρα ξέρω.
Κάθε υπέροχη αρχή ήταν πάντα ένα αόρατο, καλογυαλισμένο τέλος.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Όποιος την αγάπη δεν αγάπησε…




Όποιος την αγάπη δεν αγάπησε, δεν ξέρει.

Όταν  ρωτά πώς αγαπιούνται οι άνθρωποι
και πώς σωπαίνουνε ο πόνος σαν χαράζει
δεν ξέρει τι θα πει αγάπη.

Αν θαυμάζει σου που αγαπάς και που κρατιέσαι
αν κρίνει σου που δεν μιλάς καθώς κρεμιέσαι
στου μαύρου την απόγνωση, δεν ξέρει.

Αν δεν φίλησε στον ύπνο του δυο χείλη πεθυμιάς
και δεν τα γεύτηκε κεράσι κι αγριομάραθο
δεν ξέρει πώς να φιληθεί απ’ το στόμα της χαράς.

Μην τον ρωτά κανείς τον που αγαπά
αν και γιατί και πώς και με ποιον τρόπο
 σπάει τα δεσμά του χρόνου και κρατά
το χέρι του Θεού και τον χαμένο άνθρωπο του.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Υπάρχει κάποιος.



Να έχεις κάποιον. Κάποιον να αγαπάς. Κάποιον που να εμφανίζεται μέσα απ’ τους πιο φρικτούς εφιάλτες, να τους ησυχάζει και να σε νανουρίζει. Κάποιον να θαυμάζεις, κάποιον να αγαπάς, κάποιον που να μην χωράει σε στίχους ποιήματος, κάποιον που να θυμίζει το ίδιο το ποίημα που θα’ θελες να γράψεις, αλλά δεν βρίσκεις λέξεις. Κάποιον που στα πιο άγρια νυχτέρια σε καθησυχάζει πως όπου να ‘ναι φτάνει η ανατολή. Κάποιον που δεν σταματά να σε φροντίζει και που θες μόνο να νοιάζεσαι. Κάποιον να του σκουπίζεις τα μάτια αν κλαίει, και να γελάτε σαν παιδιά. Κάποιον να ξέρει ποια είναι η αγαπημένη σου ώρα μες στην μέρα και να ανυπομονεί εκείνος πιο πολύ. Κάποιον που δεν χρειάζεται να του μιλήσεις. Να του φτάνει το βλέμμα ή η σιωπή. Να έχεις κάποιον. Κάποιον που να του αρέσει να σ’ αγαπάει. Κάποιον που να τον αγαπάς πάντα. Να έχεις κάποιον, κάποιον να αγαπάς.