Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Ποιος σου 'μεινε να φοβηθείς;



Ποιος σου ‘μεινε να φοβηθείς;
Έναν έναν τους φοβήθηκες όλους
προστάτες, ικέτες, σωτήρες και πατέρες
φοβήθηκες τους δυνατούς και τους ισχνούς

Έκρυψες τα χρόνια σου, έκαψες τις μέρες σου
σφάλισες τα μάτια και το στόμα
κραυγή δεν βγήκε απ’ τα χείλη σου καμιά
κι όλο κοιτούσες και δεν είδες που πέθαινα

Πέθανα τότε, με πνίξανε
με κάψανε, με σφάξανε, μου γκρέμισαν το σπίτι
παρέλυσε ο καναπές σου, κι έπινες στην υγειά σου.

Δεν με είδες στα μέρη τα άλλα,
δεν με είδες πίσω από το τείχος που γύρευα το παιδί μου
κι όταν το μωρό μου πνιγόταν στο αλάτι, 
έπινες νερό κι έλεγες «στην υγειά μου». 

Κι όταν κοιμόμουν στον δρόμο
με περιφρόνησες και με έφτυσες.
Κι όταν τραβούσαν σύρματα, φώναζες «ζήτω»
κι όταν κάψανε την πορτοκαλιά μες στην αυλή σου
σφράγισες την πόρτα σου να μην σε πάρει η φωτιά.
Κι είπες και πάλι «ευτυχώς, στην υγειά μου».

Κι όσοι αγγέλοι πέθαναν σε πλατείες και νερά
όσα κορμιά σκορπίστηκαν σε βουνά και σε κύματα
όσες ψυχές τις μάζεψαν οι σφαίρες κι οι χαλκάδες
κλαίνε μαζί σου απόψε. Κλαίν’ για το φως που έσβησε.

Κλαίνε μαζί σου για τον τρόμο, κλαίνε μαζί σου για το αίμα
κλαίνε μαζί σου για τα σκόρπια χέρια και τα πόδια
κλαίνε μαζί σου για το άδικο το μαύρο αίμα.
Κλαίνε μαζί σου από παλιά, γιατί εσύ κοιμόσουν.
Κλαίνε περήφανα. Γιατί αυτοί είναι εσύ. Κι εσύ είσαι αυτοί.

Τους άλλους να φοβάσαι, που δεν έκλαψαν ποτέ.